ἑλληνικός

ἑλληνικός
3 эллинский, греческий

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ἑλληνικός" в других словарях:

  • Ἑλληνικός — Hellenic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλληνικός — Hellenic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελληνικός — ή, ό (AM ἑλληνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα και στους Έλληνες ή προέρχεται από την Ελλάδα και τους Έλληνες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η Ελληνική η ελληνική γλώσσα νεοελλ. 1. φρ. «Ελληνικό Σχολείο» τριτάξιο σχολείο στο… …   Dictionary of Greek

  • ελληνικός, -ή — ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες, ρωμαίικος. 2. το θηλ. και ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., ελληνική, η, ελληνικά, τα η ελληνική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελληνικός Βορράς — Εβδομαδιαία εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1936 από τους Πέτρο Λεβαντή, Βασίλη Μεσολογγίτη και Χρήστο Χιωτόπουλο, αλλά η κυκλοφορία της διακόπηκε έπειτα από λίγες εβδομάδες, με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά (4… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού — (EOT). Αυτοτελές πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα. Συστήθηκε με το διάταγμα της 23ης Μαρτίου 1929, αλλά καταργήθηκε το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ίδρυσε αυτόνομο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επανασυστάθηκε το 1950, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικός Τηλέγραφος — Εφημερίδα που ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1812 και συνέχισε να εκδίδεται έως το 1836. Αρχικά κυκλοφορούσε κάθε Τρίτη και Παρασκευή, ενώ αργότερα και το Σάββατο, με τον τίτλο Παρατηλέγραφος. Εκδότης της ήταν ο Δ. Αλεξανδρίδης. Από το 1817 μαζί με την… …   Dictionary of Greek

  • επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… …   Dictionary of Greek

  • Μηνύτωρ Ελληνικός — Τρεις γαλλόφωνες ελληνικές εφημερίδες (Moniteur Grec) με έδρα την Αθήνα. Η πρώτη, εβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από τον Ιούλιο του 1832 έως τον Ιανουάριο του 1833. Η δεύτερη, τρισεβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από το 1844 έως το 1848. Η τρίτη, εβδομαδιαία,… …   Dictionary of Greek

  • Ἑλληνικά — Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc pl Ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc/acc dual Ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλληνικά — Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc pl ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc/acc dual ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»